Αναφερόμεθα στον ανεξάντλητο θησαυρό γλωσσολογικών κομψοτεχνημάτων που εκφέρουν οι ομογενείς μας στις ΗΠΑ αλλά και σε λοιπές αγγλοσαξονικές χώρες.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ[]
- Αλαβέτα: ανελκυστήρας (< elevator)
- Αλάρμι: ξυπνητήρι (< alarm)
- Αρκουντίσιο: κλιματισμός (< air condition)
- Aρονόου: δεν ξέρω (< I don't know)
- Αροπλάνο: αεροπλάνο (< airplane)
- Βακέσιο: διακοπές (< vacations)
- Βακουκλένα: ηλέκτρική σκούπα (< vacuum cleaner)
- Βοήθησε τον εαυτόν σου: τσίμπα ένα μεζέ (< help yourself)
- Γκαζολινάδικο: βενζινάδικο (< gas station)
- Γκαρμπιτσοσακούλα: σακούλα απορριμάτων (< garbage bag)
- Γκαρμπιτσοτενεκές: σκουπιδοτενεκές (< garbage can)
- Γκρίλα: σχάρα ή ψητοπωλείο (< grill)
- Γουαταμέλα: καρπούζι (< watermelon)
- Γροσαρία: ψώνια (< grocery)
- Δώσε κώλο: τηλεφώνησε (< give a call)
- Ελεβέτα: ανελκυστήρας (< elevator)
- Ήρες: αυτιά (< ears)
- Κάμφαμπλο: άνετος (< comfortable)
- Κάρο: αυτοκίνητο (< car)
- Καρπέτο: χαλί (< carpet)
- Κέκι: κέικ (< cake)
- Κόατα: παλτό (< coat)
- Κομπιούτα: υπολογιστής (< computer)
- Κομπούρα: υπολογιστής (< computer)
- Κοντρακταδόρος: κατασκευαστής (< contractor)
- Κοντρόλα: τηλεχειριστήριο (< remote control)
- Κοντράκι: συμβόλαιο (< contract)
- Κόρι: νόμισμα των 25 σεντ (< quarter)
- Κορνέρι: γωνιά (< corner)
- Λάτσα: πολύ (< lots of)
- Λέκι: λίμνη (< lake)
- Λέρωσε το μέρος: Ντομάτα και μαρούλι (< lettuce and tomatoes)
- Λωνμόρι: χλοοκοπτική μηχανή (< lawn mower)
- Μαρκέτα: μαγαζί / αγορά (< market)
- Μασίνι: μηχάνημα (< machine)
- Μένω στους 4 δρόμους: η διεύθυνσή μου είναι στην 4η Οδό (< I live in 4th Street)
- Μήρα: μέτρο (< meter)
- Μονεώρα: τραπεζικό έμβασμα (< money order)
- Μουβαίνω: κινούμαι (< move)
- Μουβάρω: μετακομίζω (< move)
- Μουσικάνος: μουσικός (< musician)
- Μούφλα: εξάτμιση (< muffler)
- Μπάνκα: τράπεζα (< bank)
- Μπάσι: λεωφορίο (< bus)
- Μπασίκλα: ποδήλατο (< bicycle)
- Μπάσο: λεωφορείο (< bus)
- Μπάστα: μπάσταρδος (< bastard)
- Μπίζνα: επιχείρηση (< business)
- Μπιζναδόρος: επιχειρηματίας (< business man)
- Μπίλι: λογαριασμός (< bill)
- Μπλανκέτα: σεντόνι (< blanket)
- Μπλούμπερες: μύρτιλα (< blueberries)
- Μπίλι: λογριασμός (< bill)
- Μπιλοζήρια: πουτσόκρυο (< below zero)
- Μπόξι: κουτί (< box)
- Μπορώ να έχω το πάτωμα; : μπορώ να πάρω το λόγο; (<may I have the floor?)
- Μπόσαινα: προϊσταμένη (< female boss)
- Μπόσης: προϊστάμενος (< female boss)
- Μποσίνα: προϊσταμένη (< female boss)
- Μπράσι: βούρτσα (< brush)
- Μπρέκια: φρένα (< brakes)
- Μπρουμάρω: σκουπίζω (< broom)
- Μπαγκανότα: Χαρτονόμισμα (< bank note)
- Μπάκι: ποδήλατο (< bike)
- Μπόξι: κουτί (< box)
- Μπόσης: αφεντικό (< boss)
- Μπούκο: βιβλίο (< book)
- Μπουσάς: οδηγός λεωφορείου (< bus driver)
- Μπουτσάδικο: κρεοπωλείο (< butcher shop)
- Μπουτσέρης: κρεοπώλης (< butcher)
- Μωροβίκος: υπηρεσία μεταφορών (< Motor Vehicle Department)
- Νάπα: υπνάκος (< nap)
- Ντάινα: εστιατόριο (< diner)
- Νταλαβίζιο: τηλεόραση (< television)
- Οπερέτα: τηλεφωνήτρια (< operator)
- Πασαπόρτι: διαβατήριο (< passport)
- Πηνάτσια: φιστίκια (< peanuts)
- Πήτσια: ροδάκινα (< peaches)
- Πίσω υάρδα: αυλή (< back yard)
- Πίτσα: ροδάκινο (< peach)
- Ραδιέρα: ψυγείο αυτοκίνητου (< radiator)
- Ρούμι: δωμάτιο (< room)
- Ρούφι: στέγη (< roof)
- Ρουφιάνος: αυτός που επισκευάζει τις στέγες (< roofer)
- Σαϊγουώκι: πεζοδρόμιο (< sidewalk)
- Σάινα: πινακίδα (< sign)
- Σαμίτσα: σάντουιτς (< sandwich)
- Σαράπ!: σκασμός! (< shut up)
- Σέντζι: σεντ (νόμισμα) (< cent)
- Σέφης: μάγειρας (< chef)
- Σήπια: καράβια (< ships)
- Σκάλπια: χτένια (< scallops)
- Σκούλι: σχολείο (< school)
- Σόπια: μαγαζιά (< shops)
- Σούγα: ζάχαρη (< sugar)
- Σούγκρι: ζάχαρη (< sugar)
- Σπιτάλι: νοσοκομείο (< hospital)
- Σπρίνκλα: περιστρεφόμενο σύστημα ποτίσματος/ ή πυρόσβεσης (< Sprinkler)
- Στέκι: μπριζόλα (< steak)
- Στόφα: φούρνος (< stove)
- Σωμ θυρών: κάτι δεν πάει καλά (< something wrong)
- Ταγιέρες: ελαστικά (< tires)
- Τάλαρο: δολάριο (< dollar)
- Τέξεις: φόροι (< taxes)
- Τζόνκια: σαβούρα (< junk)
- Τήθια: δόντια (< teeth)
- Τόπι: θέμα (συζήτησης) (<topic)
- Τρόκι: φορτηγό (< truck)
- Τσέκι: επιταγή (< check)
- Τσέλα: τροχόσπιτο (< trailer)
- Τσέρτσι: εκκλησία (< church)
- Τσήζες Κράη!: Χριστέ μου! (< Jesus Christ)
- Τσιμπούργκα: τσίζμπεργκερ (< cheeseburger)
- Τσόπια: παϊδάκια (< chops)
- Τσούνγκα: τσίχλα (< chew gum)
- Τυρούμι: τεϊοποτείο (< tea room)
- Φαγιαδόρος: πυροσβέστης (< fire fighter)
- Φάνα: ανεμιστήρας (< fan)
- Φαρμαδόρος: γεωργός (< farmer)
- Φένα: ανεμιστήρας (< fan)
- Φένι: ανεμιστήρας (< fan)
- Φλώρι: πάτωμα (< floor)
- Φρίζα: κατάψυξη (< freezer)
- Φριζάρω: παγώνω (< freeze)
- Φρίζι: κατάψυξη (< freezer)
- Χαντόκι: λουκάνικο (< hot dog)
- Χέμι: ζαμπόν (< ham)
- Χήτα: καλοριφέρ (< heater)
- Χοσπιτάλι: νοσοκομείο (< hospital)
- Χοτέλι: ξενοδοχείο (< hotel)