SlangWiki
Advertisement

Αναφερόμεθα στον ανεξάντλητο θησαυρό γλωσσολογικών κομψοτεχνημάτων που εκφέρουν οι ομογενείς μας στις ΗΠΑ αλλά και σε λοιπές αγγλοσαξονικές χώρες.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ[]

Lettuce

Λέρωσε το μέρος!

BILO

Πέσαν μπιλοζήρια και φρίζαραν τα λέκια!

  • Αλαβέτα: ανελκυστήρας (< elevator)
  • Αλάρμι: ξυπνητήρι (< alarm)
  • Αρκουντίσιο: κλιματισμός (< air condition)
  • Aρονόου: δεν ξέρω (< I don't know)
  • Αροπλάνο: αεροπλάνο (< airplane)
  • Βακέσιο: διακοπές (< vacations)
  • Βακουκλένα: ηλέκτρική σκούπα (< vacuum cleaner)
  • Βοήθησε τον εαυτόν σου: τσίμπα ένα μεζέ (< help yourself)
  • Γκαζολινάδικο: βενζινάδικο (< gas station)
  • Γκαρμπιτσοσακούλα: σακούλα απορριμάτων (< garbage bag)
  • Γκαρμπιτσοτενεκές: σκουπιδοτενεκές (< garbage can)
  • Γκρίλα: σχάρα ή ψητοπωλείο (< grill)
  • Γουαταμέλα: καρπούζι (< watermelon)
  • Γροσαρία: ψώνια (< grocery)
  • Δώσε κώλο: τηλεφώνησε (< give a call)
  • Ελεβέτα: ανελκυστήρας (< elevator)
  • Ήρες: αυτιά (< ears)
  • Κάμφαμπλο: άνετος (< comfortable)
  • Κάρο: αυτοκίνητο (< car)
  • Καρπέτο: χαλί (< carpet)
  • Κέκι: κέικ (< cake)
  • Κόατα: παλτό (< coat)
  • Κομπιούτα: υπολογιστής (< computer)
  • Κομπούρα: υπολογιστής (< computer)
  • Κοντρακταδόρος: κατασκευαστής (< contractor)
  • Κοντρόλα: τηλεχειριστήριο (< remote control)
  • Κοντράκι: συμβόλαιο (< contract)
  • Κόρι: νόμισμα των 25 σεντ (< quarter)
  • Κορνέρι: γωνιά (< corner)
  • Λάτσα: πολύ (< lots of)
  • Λέκι: λίμνη (< lake)
  • Λέρωσε το μέρος: Ντομάτα και μαρούλι (< lettuce and tomatoes)
  • Λωνμόρι: χλοοκοπτική μηχανή (< lawn mower)
  • Μαρκέτα: μαγαζί / αγορά (< market)
  • Μασίνι: μηχάνημα (< machine)
  • Μένω στους 4 δρόμους: η διεύθυνσή μου είναι στην 4η Οδό (< I live in 4th Street)
  • Μήρα: μέτρο (< meter)
  • Μονεώρα: τραπεζικό έμβασμα (< money order)
  • Μουβαίνω: κινούμαι (< move)
  • Μουβάρω: μετακομίζω (< move)
  • Μουσικάνος: μουσικός (< musician)
  • Μούφλα: εξάτμιση (< muffler)
  • Μπάνκα: τράπεζα (< bank)
  • Μπάσι: λεωφορίο (< bus)
  • Μπασίκλα: ποδήλατο (< bicycle)
  • Μπάσο: λεωφορείο (< bus)
  • Μπάστα: μπάσταρδος (< bastard)
  • Μπίζνα: επιχείρηση (< business)
  • Μπιζναδόρος: επιχειρηματίας (< business man)
  • Μπίλι: λογαριασμός (< bill)
  • Μπλανκέτα: σεντόνι (< blanket)
  • Μπλούμπερες: μύρτιλα (< blueberries)
  • Μπίλι: λογριασμός (< bill)
  • Μπιλοζήρια: πουτσόκρυο (< below zero)
  • Μπόξι: κουτί (< box)
  • Μπορώ να έχω το πάτωμα; : μπορώ να πάρω το λόγο; (<may I have the floor?)
  • Μπόσαινα: προϊσταμένη (< female boss)
  • Μπόσης: προϊστάμενος (< female boss)
  • Μποσίνα: προϊσταμένη (< female boss)
  • Μπράσι: βούρτσα (< brush)
  • Μπρέκια: φρένα (< brakes)
  • Μπρουμάρω: σκουπίζω (< broom)
  • Μπαγκανότα: Χαρτονόμισμα (< bank note)
  • Μπάκι: ποδήλατο (< bike)
  • Μπόξι: κουτί (< box)
  • Μπόσης: αφεντικό (< boss)
  • Μπούκο: βιβλίο (< book)
  • Μπουσάς: οδηγός λεωφορείου (< bus driver)
  • Μπουτσάδικο: κρεοπωλείο (< butcher shop)
  • Μπουτσέρης: κρεοπώλης (< butcher)
  • Μωροβίκος: υπηρεσία μεταφορών (< Motor Vehicle Department)
  • Νάπα: υπνάκος (< nap)
  • Ντάινα: εστιατόριο (< diner)
  • Νταλαβίζιο: τηλεόραση (< television)
  • Οπερέτα: τηλεφωνήτρια (< operator)
  • Πασαπόρτι: διαβατήριο (< passport)
  • Πηνάτσια: φιστίκια (< peanuts)
  • Πήτσια: ροδάκινα (< peaches)
  • Πίσω υάρδα: αυλή (< back yard)
  • Πίτσα: ροδάκινο (< peach)
  • Ραδιέρα: ψυγείο αυτοκίνητου (< radiator)
  • Ρούμι: δωμάτιο (< room)
  • Ρούφι: στέγη (< roof)
  • Ρουφιάνος: αυτός που επισκευάζει τις στέγες (< roofer)
  • Σαϊγουώκι: πεζοδρόμιο (< sidewalk)
  • Σάινα: πινακίδα (< sign)
  • Σαμίτσα: σάντουιτς (< sandwich)
  • Σαράπ!: σκασμός! (< shut up)
  • Σέντζι: σεντ (νόμισμα) (< cent)
  • Σέφης: μάγειρας (< chef)
  • Σήπια: καράβια (< ships)
  • Σκάλπια: χτένια (< scallops)
  • Σκούλι: σχολείο (< school)
  • Σόπια: μαγαζιά (< shops)
  • Σούγα: ζάχαρη (< sugar)
  • Σούγκρι: ζάχαρη (< sugar)
  • Σπιτάλι: νοσοκομείο (< hospital)
  • Σπρίνκλα: περιστρεφόμενο σύστημα ποτίσματος/ ή πυρόσβεσης (< Sprinkler)
  • Στέκι: μπριζόλα (< steak)
  • Στόφα: φούρνος (< stove)
  • Σωμ θυρών: κάτι δεν πάει καλά (< something wrong)
  • Ταγιέρες: ελαστικά (< tires)
  • Τάλαρο: δολάριο (< dollar)
  • Τέξεις: φόροι (< taxes)
  • Τζόνκια: σαβούρα (< junk)
  • Τήθια: δόντια (< teeth)
  • Τόπι: θέμα (συζήτησης) (<topic)
  • Τρόκι: φορτηγό (< truck)
  • Τσέκι: επιταγή (< check)
  • Τσέλα: τροχόσπιτο (< trailer)
  • Τσέρτσι: εκκλησία (< church)
  • Τσήζες Κράη!: Χριστέ μου! (< Jesus Christ)
  • Τσιμπούργκα: τσίζμπεργκερ (< cheeseburger)
  • Τσόπια: παϊδάκια (< chops)
  • Τσούνγκα: τσίχλα (< chew gum)
  • Τυρούμι: τεϊοποτείο (< tea room)
  • Φαγιαδόρος: πυροσβέστης (< fire fighter)
  • Φάνα: ανεμιστήρας (< fan)
  • Φαρμαδόρος: γεωργός (< farmer)
  • Φένα: ανεμιστήρας (< fan)
  • Φένι: ανεμιστήρας (< fan)
  • Φλώρι: πάτωμα (< floor)
  • Φρίζα: κατάψυξη (< freezer)
  • Φριζάρω: παγώνω (< freeze)
  • Φρίζι: κατάψυξη (< freezer)
  • Χαντόκι: λουκάνικο (< hot dog)
  • Χέμι: ζαμπόν (< ham)
  • Χήτα: καλοριφέρ (< heater)
  • Χοσπιτάλι: νοσοκομείο (< hospital)
  • Χοτέλι: ξενοδοχείο (< hotel)

© Vrastaman[]

Advertisement