Λαϊκισμένος λαός/ κοινωνία. Πάνω απ' όλα λαϊκισμένος πολιτικός λόγος που ταΐζει σανό τις μάζες κι αυτές τον καταπίνουν αμάσητο. Συνώνυμο του λαϊκίστικου, του ανορθολογικού, του παραμυθιασμένου, του ψεκασμένου.
Συνήχηση/ λογοπαίγνιο με το μαλακισμένος.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ[]
● λαός λαϊκισμένος, πάντα νικημένος.
● Ωωωω, διαβασμένος και λαϊκισμένος ο κ. Μιχαλολιάκος ...
● Νικολόπουλος : H επιτομή του λαϊκισμένου έλληνα χωριατόβλακα.
● Για πρώτη φορά απεφάνθει σε αυτή τη χώρα, ότι ο υγιής πολιτικός λόγος, μπορεί να ανατρέψει οικοδομήματα βασισμένα στον λαικισμένο
● Μήπως η Σαρρή έκανε την δουλειά της, αλλά οι "λαϊκισμένοι ακροδεξιοί" ούτε που την έχεσαν;;;; Μήπως η πολιτική είναι πιο σοβαρή δουλειά από αυτή που νομίζουμε εμείς οι χαβαλέδες;
● Πάντως αυτό το πλακάτ της μαυροφορεμένης κυρίας συμπυκνώνει όλη την παθογένεια του εθνικού μας λαϊκισμένου ισλάμ. Η Ελλάδα και ο "περιούσιος λάος" της στο μάτι "εξωτερικών σκοτεινών δυνάμεων" που απεργάζονται δεινά, σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς!
● Είμαστε τόσο "λαϊκισμένοι" που βάλλαμε ξανά στο τραπέζι το θέμα ευρώ η δραχμή. Βάλαμε μερικά ακόμα χρόνια σκληρών στερήσεων. Μόνοι μας το προκαλέσαμε. Εμείς χτίσαμε τα τείχη γύρω μας.
● -Δηλαδή άμα σου δολοφονήσουν τον πατέρα και ζητάς ο δολοφόνος να πάει φυλακή είναι ρεβανσισμός; Εμένα στο χωριό μου αλλιώς τον εννοούν τον ρεβανσισμό και είναι τυχεροί που κανένα από τα θύματα δεν ήταν από αυθεντικό χωριό της Πελοποννήσου -Είστε λαϊκισμένος βλαξ. Απλά
© Sourpou 2016