Ένα πιο αργκοτικό συνώνυμο του διακορευτής στην ευρεία και στενή (no pun intended) σημασία του.
- Το εργαλείο που δημιουργεί δύο κυκλικές οπές σε φύλλα χαρτιού, ώστε αυτά να τοποθετηθούν σε φάκελο με έλασμα.
- Γενικότερα και κάπως πιο "κυριολεκτικά" αυτός που εκμαυλίζει παρθένες και τις ξεπαρθενιάζει (ρήξη παρθενικού υμένα), ή πιο μεταφορικά ο μεγάλος γαμίκουλας, γαμίκος, μπήχτης.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ[]
- -Ρε Μήτσο πιάσε λίγο τον παρθενοσπάστη να βάλουμε τα έγγραφα στο ντοσιέ.
- Σιγά ρε παρθενοσπάστη, κατούρα και λίγο! Ο Πιερ Γούντμαν είσαι;
© Limunka 2016