SlangWiki
Advertisement
Diakor 2

Ένα πιο αργκοτικό συνώνυμο του διακορευτής στην ευρεία και στενή (no pun intended) σημασία του.

  1. Το εργαλείο που δημιουργεί δύο κυκλικές οπές σε φύλλα χαρτιού, ώστε αυτά να τοποθετηθούν σε φάκελο με έλασμα.
  2. Γενικότερα και κάπως πιο "κυριολεκτικά" αυτός που εκμαυλίζει παρθένες και τις ξεπαρθενιάζει (ρήξη παρθενικού υμένα), ή πιο μεταφορικά ο μεγάλος γαμίκουλας, γαμίκος, μπήχτης.
    Diakor 1
    Diakor 3

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ[]

  1. -Ρε Μήτσο πιάσε λίγο τον παρθενοσπάστη να βάλουμε τα έγγραφα στο ντοσιέ.
  2. Σιγά ρε παρθενοσπάστη, κατούρα και λίγο! Ο Πιερ Γούντμαν είσαι;

© Limunka 2016

Advertisement