SlangWiki
Advertisement

Το ρήμα περιγράφει την πράξη αρσενικού ζώου να καβαλάει θηλυκό και να συνουσιάζεται μαζί του. Ετυμολογείται από το μεταγενέστερο ρήμα βατῶ που προέρχεται από το ρήμα βαίνω και μάλλον αποκόπηκε από αρχαίες σύνθετες λέξεις, όπου ήταν β΄ συστατικό, όπως ἀεροβατῶ, αἰθεροβατῶ, ἀκροβατῶ. Το ρήμα βατεύω χρησιμοποιείται και για ανθρώπους, όταν θέλουμε να υποδηλώσουμε ότι η συνουσία έχει χαρακτηριστικά ζωώδη, όπως κτηνώδη βία ή ενστικτώδη απόλαυση κ.ο.κ. Μπορεί λ.χ. να σημάνει ότι υπήρξε βία εκ μέρους του αρσενικού και όχι πλήρης συναίνεση από το μέρος της γυναίκας ή, ακόμη κι αν υπήρξε συναίνεση, το σεξ είχε έναν ζωώδη ενστικτώδη χαρακτήρα με την κακή ή και με την κα(υ)λή έννοια.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

  1. Δεν άργησε να ξεθαμπώσει τ’ όνειρο. Τέσσερις μέρες ύστερα φανέρωσε το κρύφιο του. Στα Γιάννινα σημάδευε. Εκεί γενήκαν συμφορές. Ο Μουχτάρ, ο πρωτογιός του Αλή, είχε αγαπήσει μια πάγκαλη αρχόντισσα, ενεψιά του σεβαστού μητροπολίτη Γαβριήλ. Στεφανωμένη αυτή, γυναίκα του κοτσάμπαση Δημήτρη Βασιλείου. Κυρά Φροσύνη τ’ όνομα. Πάνω από λόγια έμορφη. Γαϊτανοφρύδα, με μάτια δυο σμαράγδια και μάγουλα ροδόφυλλα. Ροδόφυλλα και το στητό κορμί, μέλι και γάλα. Πλάσμα της ερωτιάς, άναβε πόθο. Χτυπήθηκε ο Μουχτάρ από νταλκά και ντέρτι. Της γύρεψε ν’ αφήσει τον αφέντη της και να γενεί αφέντρα του. Πήρε χαμπάρι ο πατέρας του, ο πασάς. Θύμωσε, φρύαξε. Κι άλλη Γραικιά και χριστιανή να μπει στο πασαλίκι τους αφέντρα; Έφτανε μια, η Κυρά Βασιλική, που την αγάπαγε αυτός και την τιμούσε γιατί ‘χε σύνεση βουνό. Δεύτερη μπορεί να τους παράσερνε γαλίφικα σε διάφορα, για τους Γραικούς ωφέλιμα. Έτσι οργιζόταν. Η αλήθεια όμως ήταν πως και αυτός, άσωτος, ποθοπλάνταζε για την κυρά Φροσύνη. Τίποτες δεν τον κράταγε. Έστειλε την αρπάξανε απ’ το σπίτι της, σαν έλειπε ο Μουχτάρ πέρα σε πόλεμο και σε ταξίδι ο κύρης της. Την πήρε στον οντά του, στο μιντέρι του, τη βάτεψε. Κι όσο τα σμαραγδένια μάτια της νίβονταν μες στο δάκρυ της, τόσο λάμπαζαν και τον ζάλιζαν πιότερο. Ξέδωσε αυτός το πάθος του. Δε σήκωσε η αρχοντική Ελληνίδα την ταπείνωση, ήθελε ν’ αποθάνει. Κατάλαβε ο Αλής πως άμα γύρναγε ο ερωτεμένος γιος του και μάθαινε τη βρώμικη αλήθεια, θα τον μισούσε, θα ξεσηκωνόταν, θα ’παιρνε των ματιών του αλαργινά. Όμως για τέτοια παιδιαρίσματα δεν ήτανε καιρός, τώρα που ‘χε στο νου του πώς να υποτάξει το Σούλι κι άλλ’ ακόμα. Για ν’ αποφύγει την αμάχη, το λοιπό, θα ’βγαζε από τη μέση τη Φροσύνη με άλλη φτιαχτή ιστορία, έτσι που να μην είχε δίκιο ο Μουχτάρ ν’ αγριέψει, να σκώσει χαμπερδέ. Τάχα πως ήτανε μπλεγμένη σε ύποπτα σαλέματα ραγιάδων ή πως για κάποιο αντάρτεμα της έπεσε ο κλήρος να πλερώσει. Κι έβγαλε φιρμάνι να τήνε σκοτώσουνε μαζί με άλλες γυναίκες. Δεκαεφτά ακόμα σύρανε οι σπαχήδες μεσ’ από τα κονάκια τους. Θρηνούσαν και σπαράζανε οι δύστυχες αυτές, πέφταν στα πόδια των δήμιων τους κι ικέτευαν. Θρηνούσαν κι οι δικοί τους, οι γονιοί τους, τα τέκνα τους, οι άντρες τους, τ’ αδέρφια τους… Χτυπιόντουσαν. Γιόμισε η πολιτεία θρήνο κι οδυρμό. Έπηξε ο κοπετός απελπισμένα. Μα του Αλή η καρδιά μανταλωμένη, αράγιστη. Να γένει ό,τι αποφάσισε. Και γένηκε. Στις 25 του Γενάρη, του Αϊ Γρηγόρη ανήμερα. Ρίξανε τις γυναίκες μες στη λίμνη, αντίκρυ απ’ το χαγιάτι του. Τις πνίξανε. Κι άκουγε ασυγκίνητος ως τη στερνή στιγμή το δάρσιμό τους. (Κώστας Ασημακόπουλος, Η αλτάνα της Πάργας, Δωρικός, Αθήνα 1980, σ. 59-60).
  2. Είδα τον παλιάνθρωπο μπαμπά μου, το τέρας της αποκαλύψεως, το μιαρό άντρα που άπλωσε τη βρομοχερούκλα του και βάτεψε την ίδια του την κόρη, αυτόν τον εγκληματία τον είδα να τσακίζεται και να γίνεται πολτός. (Γωγώ Ατζολετάκη, Η φίλη σου, Ροζαλία, Ιωλκός, Αθήνα 2009).
  3. Να ήταν τότε άραγε η τελευταία φορά που είχαν κάνει έρωτα χωρίς άλλες σκοτούρες και έγνοιες, ιδρωμένοι κι ευτυχισμένοι; Γελώντας, που το τεράστιο εκείνο βουναλάκι δυσκόλευε την επαφή ανάμεσά τους, η Αγκνιέτα είχε πέσει στα τέσσερα, λίκνιζε τη λεκάνη της και, με το μάγουλο που δεν ακουμπούσε στο μαξιλάρι να κοκκινίζει, του είχε ψιθυρίσει: «Βάτεψέ με σαν σκύλα, καβαλάρη μου». Ένιωσε μια βαριά και απεριόριστη ευδαιμονία, όταν άκουσε τον Γιάννη να τη ρωτάει με ένα βογκητό: "Πώς να σε βολέψω Αγκνιέτα μου;" Βαριανασαίνοντας και γελώντας είχε ανοίξει κι άλλο τα γόνατά της, ενώ η κοιλιά της ακουμπούσε στην κουβέρτα από κάτω της και δυο ζεστά χέρια ακουμπούσαν στους γοφούς της. (Άρης Φιορέτος, Ο τελευταίος Έλληνας, Καστανιώτης, Αθήνα 2010, μετάφραση: Κώστας Κοσμάς, τίτλος πρωτοτύπου: Den sisten greken, Norstedts, Στοκχόλμη 2009).
Advertisement