SlangWiki
Register
Advertisement
  1. Παλαιά λέξη για τη φυματίωση, τη φθίση, το χτικιό.
  2. Μεταφορικά ο καημός που σε κατατρώει, το μαράζι, η θλίψη.
  3. Ναυτικός όρος για την κλίση στα πλευρά του καταστρώματος. Ετυμολογία: τουρκικό verem (φυματίωση) < αραβικό ورم (waram = πρήξιμονεόπλασμα).

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Τον έχει φάει το βερέμι μακριά της.

Advertisement