- Παλαιά λέξη για τη φυματίωση, τη φθίση, το χτικιό.
- Μεταφορικά ο καημός που σε κατατρώει, το μαράζι, η θλίψη.
- Ναυτικός όρος για την κλίση στα πλευρά του καταστρώματος. Ετυμολογία: τουρκικό verem (φυματίωση) < αραβικό ورم (waram = πρήξιμο, νεόπλασμα).
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Τον έχει φάει το βερέμι μακριά της.