Μεταφορικά το βόδι σημαίνει τα εξής:
- Ο δυσκίνητος και νωθρός άνθρωπος, που, λόγω της μεγάλης σωματικής του διάπλασης, δε χαρακτηρίζεται από σβελτάδα
- Ο χοντρός.
- Ο άξεστος, ο αγενής, ο αδιάκριτος, ο αναίσθητος.
- Ο βραδύνους, ο ανόητος, ο βλάκας, ο αναίσθητος.
- Γίνονται επίσης λολοπαίγνια βασισμένα στη μεταγραφή της αγγλικής λέξης body = σώμα ως βόδι, για να περιγραφεί ένα σώμα χοντρό, βλ. λ.χ. βόδι λάιν.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
- Πού να πάρει τα πόδια του να κυνηγήσει τη μπάλα το βόδι!
- Στα νιάτα της ήταν θεάρα, αλλά δεν το ράβει το γαμημένο κι έχει καταντήσει βόδι!
- Τι τη ρωτάει για την ηλικία της το βόδι!
- Πού να καταλάβει τις ευαίσθητες ψυχικές διεργασίες της το βόδι!
- Λέει ότι έκανε δίαιτα ενώ πήρε πέντε κιλά ακόμη! Πού την έκανε; Στο βόδι λάιν;