SlangWiki
Advertisement

Μεταφορικά το βόδι σημαίνει τα εξής:

  1. Ο δυσκίνητος και νωθρός άνθρωπος, που, λόγω της μεγάλης σωματικής του διάπλασης, δε χαρακτηρίζεται από σβελτάδα
  2. Ο χοντρός.
  3. Ο άξεστος, ο αγενής, ο αδιάκριτος, ο αναίσθητος.
  4. Ο βραδύνους, ο ανόητος, ο βλάκας, ο αναίσθητος.
  5. Γίνονται επίσης λολοπαίγνια βασισμένα στη μεταγραφή της αγγλικής λέξης body = σώμα ως βόδι, για να περιγραφεί ένα σώμα χοντρό, βλ. λ.χ. βόδι λάιν.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

  1. Πού να πάρει τα πόδια του να κυνηγήσει τη μπάλα το βόδι!
  2. Στα νιάτα της ήταν θεάρα, αλλά δεν το ράβει το γαμημένο κι έχει καταντήσει βόδι!
  3. Τι τη ρωτάει για την ηλικία της το βόδι!
  4. Πού να καταλάβει τις ευαίσθητες ψυχικές διεργασίες της το βόδι!
  5. Λέει ότι έκανε δίαιτα ενώ πήρε πέντε κιλά ακόμη! Πού την έκανε; Στο βόδι λάιν;
Advertisement