Παλαιός επικριτικός χαρακτηρισμός για γυναίκα που μένει ανύπαντρη σε μεγάλη ηλικία, οπότε συνδυάζει στοιχεία γερόντισσας σε ηλικία και θυγατέρας σε κοινωνική συνθήκη σύμφωνα με τα παραδοσιακώς ειωθότα. Εροντοθυατέρα στο ιδίωμα της Νάξου.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Έχει μείνει γεροντοθυγατέρα η αδελφή του και δεν μπορεί να παντρευτεί και αυτός ο δόλιος.