SlangWiki
Advertisement

Από την τουρκική λέξη battal. Είναι η γυναίκα που έχει γίνει μπατάλω ή μπατάλα, που έχει μπαταλέψει, δηλαδή έχει γίνει άχαρη, εύσωμη, χοντρή και δυσκίνητη, επειδή έχει πάρει πολλά κιλά ή τα είχε ανέκαθεν ή ειδικότερα η γυναίκα που έχει μπαταλέψει το μουνί της, έχει ανοίξει, έχει ξεχαρβαλωθεί.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Στο τέλος θα πιάσει γκόμενο η κάθε μπαταλομούνα και εγω στην καλύτερη να πιάσω ψείρες. (Από το Τουίτερ).

Advertisement