SlangWiki
Advertisement
  1. Σλανγκιά παλαιάς κοπής, σιξτίλα, σημαίνει τη γυναίκα που φοράει (και) παντελόνια, αντί για μόνο φούστες και φορέματα, και άρα είναι χειραφετημένη, αντροφέρνει, μπουτσοφέρνει κ.ο.κ.
  2. Η ράφτρα που ράβει παντελόνια, επίσης παλαιάς κοπής.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

  1. Μια παντελονού περνάει, το νησί δεν συχωρνάει, τα κακά της χάλια τήρα, Ε ρε, να' χα μια ζωστήρα. (Μάρθα Καραγιάννη, Ο άντρας που θα παντρευτώ, 1968, μουσική: Μίμης Πλέσσας, στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος).
  2. Όταν παλεύεις να ισιώσεις τα μπατζάκια σου ως γνήσιος αρσενικός, αντέχεις τώρα να σου τη βγαίνει ξώφαλτσα η αεράτη παντελονού; Όταν κυνηγάς την εξουσία μέσα στο σπίτι σου ως γνήσια απόγονος της μήτηρ σου, αντέχεις τώρα να βλέπεις την άλλη να κυνηγάει την εξουσία (Ειρήνη Αγαπηδάκη έφα).
  3. όπως, και ύφασμα για παντελόνια… που στο 'ραβε η παντελονού (υπήρχανε, στην Τρίπολη, περί τις 10-12 παντελονούδες που δούλευαν στα σπίτια τους παίρνοντας το ύφασμα κομμένο στα μέτρα από τον ράφτη ή από τον έμπορο που γνώριζε να παίρνει μέτρα…· το παντελόνι δεν ήθελε πρόβα (Οδός Αρκαδίας).
Advertisement