- Σλανγκιά παλαιάς κοπής, σιξτίλα, σημαίνει τη γυναίκα που φοράει (και) παντελόνια, αντί για μόνο φούστες και φορέματα, και άρα είναι χειραφετημένη, αντροφέρνει, μπουτσοφέρνει κ.ο.κ.
- Η ράφτρα που ράβει παντελόνια, επίσης παλαιάς κοπής.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
- Μια παντελονού περνάει, το νησί δεν συχωρνάει, τα κακά της χάλια τήρα, Ε ρε, να' χα μια ζωστήρα. (Μάρθα Καραγιάννη, Ο άντρας που θα παντρευτώ, 1968, μουσική: Μίμης Πλέσσας, στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος).
- Όταν παλεύεις να ισιώσεις τα μπατζάκια σου ως γνήσιος αρσενικός, αντέχεις τώρα να σου τη βγαίνει ξώφαλτσα η αεράτη παντελονού; Όταν κυνηγάς την εξουσία μέσα στο σπίτι σου ως γνήσια απόγονος της μήτηρ σου, αντέχεις τώρα να βλέπεις την άλλη να κυνηγάει την εξουσία (Ειρήνη Αγαπηδάκη έφα).
- όπως, και ύφασμα για παντελόνια… που στο 'ραβε η παντελονού (υπήρχανε, στην Τρίπολη, περί τις 10-12 παντελονούδες που δούλευαν στα σπίτια τους παίρνοντας το ύφασμα κομμένο στα μέτρα από τον ράφτη ή από τον έμπορο που γνώριζε να παίρνει μέτρα…· το παντελόνι δεν ήθελε πρόβα (Οδός Αρκαδίας).