SlangWiki
Advertisement

Ετυμολογείται από το ιταλικό pugnale = στιλέτο, εγχειρίδιο, από το pugna = γροθιά, δηλαδή το μικρό μαχαίρι που μπορείς να το κρατήσεις με τη γροθιά σου. Ήταν βασικό στοιχείο της φορεσιάς των Κρητικών, βλ. το Κρητικό λεξικό. Σε έργα του Γιώργου Σεφέρη το πουνιάλο έχει τη σημασία του πέους, ως ενός "εγ-χειριδίου", που επίσης το σφίγγεις με τη γροθιά σου. Βλ. τα άσεμνα Εντεψίζικα και το Αρετή και Ρώκριτος στα παραδείγματα.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

  1. Αράσσου κι αγκαλιάζουνται κρατώντας τα πουνιάλα. (Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος).
  2. Έβαλα το πουνιάλο μου στο μαύρο σου θηκάρι,και στα βυζιά σου εκύλα ιδρώς σαν το μαργαριτάρι. —Τράβηξε το πουνιάλο σου, να σου γυρνώ τη ράχη· πιάσ’ τα βυζιά μου πίσω μπρος και βλέπεις άλλη μάχη. (Γιώργος Σεφέρης, Εντεψίζικα, 10.9.1961).
  3. ΑΡΕΤΗ ΚΑΙ ΡΩΚΡΙΤΟΣ (1961) 

Σκηνή: Ξημέρωμα, στην κάμαρα της Αρετής.  Πρόσωπα: ΝΕΝΑ, ΑΡΕΤΗ.  ΝΕΝΑ 

Μην το δαχτύλι σ’ άγγιξε; 

ΑΡΕΤΗ 

  Οχι, ήταν άλλο πράμα  που ’νιωσα μες στη φούχτα μου μαζί μ’ εκειό το γράμμα·  φείδ’ ήτανε το που ’πιασα κι εσκιάχτην να τ’ αφήσω,    μη με δαγκώσει τη φτωχιά και κακοθανατίσω.  Για να το πνίξω το ’σφιξα, μα εκείνο πώς θυμώθη    φούσκωσε και κοκκίνησε και στα μεριά μου χώθη.  «Ρωτόκριτέ μου,» κράζω του, «τρέξε και βούηθησέ μου·    έν’ άγριο φίδι, ένα θεριό, που δεν ειδα ποτέ μου,  γυρεύγει μέσα μου να μπει, βαθιά να με δαγκώσει!»    Κι αυτός φωνάζει μου: «Αρετή, βλέπε μη σε κομπώσει,  γιατ’ είναι φίδι πίβουλο, μόν’ σφίξε τα μεριά σου… 

ΝΕΝΑ 

  Ωχ, μάνα μου!… 

ΑΡΕΤΗ 

  … μην πάει πιο μπρος, και λύσε τα βυζιά σου.  Κι α’ σου τα τρίβω, δέξου το, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο    θε να ψοφήσει έτοιος εχτρός τω’ δύσμοιρων ανθρώπω’.» 

ΝΕΝΑ 

Και τα ’λυσες; και σ’ τά τριβε; 

ΑΡΕΤΗ 

  Ήμουν σε τέτοια κρίση.    Μονάχη ξεθηλύκωσα το πράμα που είχε ορίσει  κι αυτός μού τα χεράκωσε και τσίμπαγέ μου αγάλι    τα ρωγοβύζια, και στ’ αυτί τη γλώσσα του είχε βάλει.  Το φίδι κοντοστάθηκε, λες κι ήθελε να φύγει… 

ΝΕΝΑ 

  Αχ! τέτοιο ανήμερο θεριό τ’ αφήνει το κυνήγι;…  Οϊμέεε…! 

ΑΡΕΤΗ 

  … λες κι αφουγκράζουνταν πόσο η καρδιά μου χτύπα’·  ξάφνου τινάχτη· το ’νιωσα στου κώλου μου την τρύπα… 

ΝΕΝΑ 

Πόνεσες; 

ΑΡΕΤΗ 

  … να σφηνώνεται και να γλιστρά σα χέλι,    τα πίσω μπρος, τα πίσω μπρος… 

ΝΕΝΑ 

  Γλύκα δεν έχει; 

ΑΡΕΤΗ 

  … μέλι  το κούνημά του στάλαζε στο τρυφερό κορμί μου·    κι αυτός αφήνει το βυζί κι αρπάζει το μουνί μου.  Λέγω του: «Η χέρα στ’ άμοιαστα πηγαίνει, παρατράπης.» 

ΝΕΝΑ 

  Καλά ειπες. 

ΑΡΕΤΗ 

  Μ’ αποκρίνεται: «Μονάχα ένας αζάπης  βγάνει το φίδι τ’ άγριο που χώθη σου από πίσω.»    Λέγω του: «Σα να μέρεψε· λογιάζω να τ’ αφήσω  ακόμη λίγο, Ρώκριτε· θα φύγει μοναχό του.»    Μ’ αυτός στα χείλη του λαγού, που ’χε το δάχτυλό του  στο στόμα του το σύστρεφε και τη γλώσσα του θέλει… 

ΝΕΝΑ 

Ποιανού λαγού; 

ΑΡΕΤΗ 

  Που ’ν ’ εδεπά… Μου λύθηκα’ τα μέλη,    πείραξην είχα λογισμού, κι έλεγα ν’ αφορμίσω,  τα λογικά μου τα ’χασα, γύρευγα να γυρίσω    νά ’μπει το φίδι κι από μπρος ώς μες στα σωθικά μου,  να σκίσει με, να φάγει με, να πάρει την εξιά μου.    Το ’νιωσεν ο Ρωτόκριτος και κράζει μου: «Σηκώσου·  καιρός πουνιάλο να χαρείς κάτω απ’ τον αφαλό σου.» 

ΝΕΝΑ 

  Ωφούουουου!! 

ΑΡΕΤΗ 

  Γυρίζω ανάσκελα, με δάγκωσε στον ώμο,  τότες μου φάνη κι έσφαζε το δόλιο το λαγό μου    που σπάραζε και σπάραζε· τι ’ταν χοντρό το φίδι  που ώς το μανίκι του ’μπηξε, κι έκοβγε σα λεπίδι.

Ωσά λαγήνι που γενεί πολλά πλατύ στον πάτο  και στο λαιμό πολλά στενό και ποθυμιά γεμάτο,    εδέτσι ηταν το πράμα μου μέσα σε τέτοια πάθη.  Η αποκοτιά τω’ δυο κορμιώ’ τόσο μεγάλη στάθη    π’ αγριέψασι σαν τα θεριά, πώς κάνουσι σα σμίγου’·  τα δόντια μας τη σάρκα μας δαγκώνασι κι ετρύγου’.    Λέγω του: «Αφού ξεκίνησες την όρεξή σου εις τούτο,  κούνα το το δοξάρι σου γρήγορα στο λαγούτο,    πιο γρήγορα… πιο γρήγορα… πιο γρήγορα… πιο γρήγο-  ρα… …Σύντριψέ με, κάψε με, να μην μπορώ να φύγω…»    Ζιμιό τραβήχτη, αντρειεύεται· το χώνει πιο βαθιά μου·  το δάχτυλό του ανάδευε την τρύπα στα μεριά μου,    με τ’ άλλο χέρι μάλαζε τα βυζιά μου π’ ανάψα’·  ήταν καμίνι η σμίξη του κι εκόρωνα στην κάψα,    ώσπου ένιωσα το κύμα του μες στου λαγού το στόμα  να σπάζει, να γεμίζει το — κι άλλο να θέλω ακόμα. 

ΝΕΝΑ 

  Αλίμονο! σε γάμησε!… Πώς θα μανιάσει ο Κύρης,  σα μάθει πως ο Ρώκριτος σού ’γινε νοικοκύρης    κι εμπήκε και σ’ ετρύγησε κάτω απ’ τον αφαλό σου.  Αχ! μαγειρεύγου’ βάσανα οι κοπέλες σαν καυλώσου’! 

(Exeunt)  

Advertisement