Ο σνομπ, η σνομπαρία. Για την πολύ ενδιαφέρουσα αγγλική ετυμολογία της λέξης σνομπ, βλ. εδώ. Μάλλον χρησιμοποιείτο αρχικά (ύστερος 18ος αιώνας) για τον τσαγκάρη ή βοηθό του και εκ των υστέρων παρετυμολογήθηκε από το υποτιθέμενο λατινικό sine nobilitate. Σε κάθε περίπτωση σνομπ αρχικά ήταν κάποιος που του λείπει η αριστοκρατική καταγωγή. Οπότε προσπαθεί να υπεραναπληρώσει το έλλειμμα με μια συμπεριφορά που σήμερα έχει μείνει να λέμε σνομπ.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
- Βέβαια ήταν ακοινώνητος, γρουσούζης, σνομπάκιας, τουλάχιστον αυτή ήταν η γνώμη του διευθυντή, γι' αυτό και τον κρατούσε σε απόσταση. Δεν δίσταζε όμως να τον ξεζουμίζει, όταν χρειαζόταν. (Σοφία Νικολαίδου, Χορεύουν οι ελέφαντες, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2012).
- Παραμύθια της Χαλιμάς από έναν καλοβολεμένο στο Σύστημα, ο οποίος σαν άλλος σνομπάκιας Βέλτσος... (Βήμα).
- Γκρίζος κρεπαρισμένος χολεριασμένος και γρουσούζης σκατογκρινιάρης μιζερομίζερος σνομπάκιας μουνάκιας γκινιόλης πολύ Σοπενάουερ ο αρχίδης που να φτύσω στον τάφο μου. Να πω την αλήθεια δε με γουστάρω καθόλου. (Νίκος Νικολαίδης, Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα, Greekworks.com, 2008).