SlangWiki
Advertisement

Ο σνομπ, η σνομπαρία. Για την πολύ ενδιαφέρουσα αγγλική ετυμολογία της λέξης σνομπ, βλ. εδώ. Μάλλον χρησιμοποιείτο αρχικά (ύστερος 18ος αιώνας) για τον τσαγκάρη ή βοηθό του και εκ των υστέρων παρετυμολογήθηκε από το υποτιθέμενο λατινικό sine nobilitate. Σε κάθε περίπτωση σνομπ αρχικά ήταν κάποιος που του λείπει η αριστοκρατική καταγωγή. Οπότε προσπαθεί να υπεραναπληρώσει το έλλειμμα με μια συμπεριφορά που σήμερα έχει μείνει να λέμε σνομπ.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

  1. Βέβαια ήταν ακοινώνητος, γρουσούζης, σνομπάκιας, τουλάχιστον αυτή ήταν η γνώμη του διευθυντή, γι' αυτό και τον κρατούσε σε απόσταση. Δεν δίσταζε όμως να τον ξεζουμίζει, όταν χρειαζόταν. (Σοφία Νικολαίδου, Χορεύουν οι ελέφαντες, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2012).
  2. Παραμύθια της Χαλιμάς από έναν καλοβολεμένο στο Σύστημα, ο οποίος σαν άλλος σνομπάκιας Βέλτσος... (Βήμα).
  3. Γκρίζος κρεπαρισμένος χολεριασμένος και γρουσούζης σκατογκρινιάρης μιζερομίζερος σνομπάκιας μουνάκιας γκινιόλης πολύ Σοπενάουερ ο αρχίδης που να φτύσω στον τάφο μου. Να πω την αλήθεια δε με γουστάρω καθόλου. (Νίκος Νικολαίδης, Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα, Greekworks.com, 2008).
Advertisement