ψώλων[]
Ο ψωλαράς, ο πουτσαράς. Υπερθετικά, ο μεγαλοψώλων.
Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ[]
Μήπως, μὰ τὸν Θεόν, ὁ μόνος Θεὸς ἦτο ἕνας τεράστιος καὶ παντοδύναμοςΨώλων, καὶ, οὐσιαστικῶς ὑπῆρχαν μόνο ἡδοναί, διὰ τοῦ πανισχύρου Πέους του καὶ τοῦ ὑπερπλουσίου Σπέρματός του χορηγούμεναι; (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 108-109).